ἀνθρωπισμοῦ

ἀνθρωπισμοῦ
ἀνθρωπισμός
humanity
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανθρωπιστής — ο (θηλ. ίστρια) 1. ουμανιστής, αυτός που ακολουθεί τις αρχές του ανθρωπισμού, που επιδιώκει και μοχθεί για την πρόοδο και το καλό του ανθρώπινου γένους 2. αυτός που μελετά την κλασική αρχαιότητα και διαδίδει τις αξίες της με σκοπό την κοινωνική… …   Dictionary of Greek

  • ανθρωπιστικός — ή, ό 1. ο ικανός, ο αρμόδιος να εξευγενίσει και να εκπολιτίσει σύμφωνα με τις αρχές του ανθρωπισμού 2. αυτός που αναφέρεται στη θεωρία του ανθρωπισμού και διεξάγεται ή οργανώνεται σύμφωνα μ αυτήν. [ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται στον… …   Dictionary of Greek

  • ουμανισμός — Πολιτιστικό κίνημα (λογοτεχνικό, φιλολογικό και φιλοσοφικό), που συνδυάζεται με την καλλιτεχνική Αναγέννηση των ευρωπαϊκών κρατών κατά τον 15o και 16o αι. Ο ο. ξεκινά από την τάση προς μόρφωση, την αγωγή και την πνευματική και σωματική… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Panagiotis Kanellopoulos — (Griechisch: Παναγιώτης Κανελλόπουλος) (* 13. Dezember 1902 in Patras; † 11. September 1986 in Athen) war ein griechischer Soziologe, Geschichtsphilosoph, Rechtswissenschaftler, Lyriker, Politiker und zweimaliger Ministerpräsident …   Deutsch Wikipedia

  • Канеллопулос, Панайотис — Панайотис Канеллопулос греч. Παναγιώτης Κανελλόπουλος …   Википедия

  • άγχος — Σωματική και ψυχική διαταραχή που χαρακτηρίζεται από το αίσθημα διάχυτου φόβου, ο οποίος μπορεί να φτάσει από την ανησυχία έως τον πανικό, με οδυνηρά αισθήματα περίσφιξης του θώρακα και του λαιμού. Η λέξη προέρχεται από το ρήμα άγχω (= σφίγγω τον …   Dictionary of Greek

  • αλτρουιστής — ο (θηλ. ίστρια) αυτός που διαπνέεται απο ανιδιοτελή συναισθήματα ανθρωπισμού, φιλαλληλίας, αλτρουισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. altruiste «αυτός που αγαπάει τους άλλους» (< λατ. alter «άλλος»). ΠΑΡ. νεοελλ. αλτρουιστικός] …   Dictionary of Greek

  • εθνικοσοσιαλισμός — Πολιτικό κίνημα –γνωστό και ως ναζισμός– που εμφανίστηκε στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, με πρωταγωνιστή τον Άντολφ Χίτλερ (1889 1945). Οι ιδεολογικές αρχές του ε. –που διατυπώθηκαν κυρίως από τον ίδιο τον Χίτλερ στο βιβλίο του Ο αγών… …   Dictionary of Greek

  • νεοανθρωπισμός — ο (φιλοσ.) θεωρία η οποία πρωτοεμφανίστηκε στη Γερμανία κατά τον 18ο αιώνα και έθετε ως βάση τού ανθρωπισμού όχι πλέον τη μίμηση τών κλασικών προτύπων αλλά τη νέα δημιουργική εργασία η οποία διαπνέεται από το πνεύμα τής κλασικής αρχαιότητας.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”